νάγια

νάγια
(naia). Γένος ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των Ελαπιδών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη naia haie, γνωστό με την ονομασία ασπίδα της Κλεοπάτρας και naia naia πιο γνωστό με την ονομασία κόμπρα. Η νάγια η χάγια (naia haie) λέγεται και κόμπρα η κοινή ή κόμπρα η αιγυπτιακή, η ασπίς των αρχαίων Ελλήνων. Είναι διαδεδομένη στη βόρεια και στην ανατολική Αφρική, στην Παλαιστίνη και στην Αραβία. Το φίδι αυτό έχει γενικά φολίδες κιτρινωπές ή καστανές στη ράχη και κιτρινωπές πολύ ανοιχτές στην κοιλιά. Επιτίθεται στον άνθρωπο μόνο όταν ενοχληθεί και το δάγκωμά της προκαλεί τον θάνατο. Η επιθετική δράση της γίνεται με ανόρθωση και διαστολή του μπροστινού μέρους του σώματος. Η ν. ήταν γνωστή στους αρχαίους Αιγυπτίους και ήταν σύμβολο εξουσίας, αποδιδόμενo στην Ίσιδα. Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία η βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα (γι’ αυτό και η νάγια η χάγια λέγεται και ασπίδα της Κλεοπάτρας) αυτοκτόνησε με δάγκωμα του φιδιού αυτού, δεν είναι πιθανότατα αληθινή. Ο ελαπίδης αυτός, συγγενής με την ινδική κόμπρα, δεν πρέπει να συγχέεται με την έχιδνα την ασπίδα.
* * *
η
ζωολ. γένος εξαιρετικά δηλητηριωδών φιδιών τής οικογένειας elateridae, γνωστό και με την κοινή ονομασία κόμπρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. naja < νεολατ. naja < αρχ. ινδ. nāga «ερπετό, φίδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελαπίδες — οι οικογένεια πολύ δηλητηριωδών φιδιών τών τροπικών χωρών και ιδιαίτερα τής Αυστραλίας (αντιπρόσωποί τους η νάγια και ο έλαψ) …   Dictionary of Greek

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • Άπις — I Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Μαχαγιάνα — (Mahayana). Ένας από τους δύο σημαντικότερους κλάδους του βουδισμού (Mahayana στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλο όχημα). Σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς ανάπτυξη και διεύρυνση των εννοιών και δοξασιών του άλλου βουδιστικού… …   Dictionary of Greek

  • κόμπρα — η (λ. πορτογαλ.), ονομασία του φιδιού ασπίδα ή νάγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”